- ἐπισταθμώμενος
- ἐπισταθμάομαιweigh wellpres part mp masc nom sgἐπισταθμάομαιweigh wellpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεικάζω — Α [εἰκάζω] 1. καθιστώ κάτι όμοιο, εξομοιώνω («δεῑ... τὸν ἀνδριαντοποιὸν τὰ ἔργα τῆς ψυχῆς τῷ εἴδει προσεικάζειν», Ξεν.) 2. συμπεραίνω ύστερα από σύγκριση και αντιπαραβολή («οὐκ ἔχω προσεικάσαι πάντ ἐπισταθμώμενος πλὴν Διός», Αισχύλ.) 4. εικάζω,… … Dictionary of Greek